αειθεήρ

αειθεήρ
ἀειθεήρ (-ῆρος), ο (Α)
λ. φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το ουσ. αἰθὴρ («τὸν δὲ αἰθέρα τῇδε πῃ ὑπολαμβάνω, ὅτι ἀεὶ θεῖ περὶ τὸν ἀέρα ῥέων ἀειθεὴρ δικαίως ἅν καλοῑτο», Πλάτ. Κρατύλος 410b)
για την ορθή ετυμολ. βλ. αιθήρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀειθεήρ — neut voc sg ἀειθεήρ neut acc sg ἀειθεήρ nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”